ΜΗΝΥΜΑ

ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ...ΚΑΠΑΚΩΝΕΙ..ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΑΔΕΙΑΖΕΤΕ ΤΑ.....ΒΑΡΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΣΑΣ!ΚΑΙΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ!ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣΤΕ!!!!....
JellyMuffin.com

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

ΓΙΟΥΝΓΚ.....ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΗΝ ΜΑΓΕΙΑ

Ε. Ο Γιούνγκ και τα νεανικά του βιώματα

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα παιδικά χρόνια τού Γιούνγκ -καθώς και τα χρόνια της νιότης του- είχαν σημαδευτεί από βιώματα αποκρυφιστικά. Ο ίδιος τα είχε ονομάσει τα «μυστήρια» του. Αυτά τον οδήγησαν στην απομόνωση και τον έκαναν άνθρωπο μοναχικό. Ο ίδιος εκφράζεται γι’ αυτά με τον εξής τρόπο:
«Η κατοχή ενός μυστηρίου με είχε τότε σημαδέψει βαθιά. Το θεωρώ ως το ουσιώδες στοιχείο των πρώτων νεανικών μου χρόνων, σαν κάτι που για μένα ήταν άκρως σημαντικό...» (σελίδα 28).
«Ολόκληρη η νεανική μου ζωή μπορεί να γίνει κατανοητή κάτω από την έννοια του μυστηρίου. Έφτασα έτσι σε μια σχεδόν αφόρητη μοναξιά, και το βλέπω σήμερα ως μια μεγάλη επίδοση, που αντιστάθηκα στον πειρασμό, το να μη μιλήσω με κάποιον πάνω στο θέμα αυτό. Έτσι διαμορφώθηκε η σχέση μου προς τον κόσμο, όπως αυτή είναι σήμερα: Και σήμερα είμαι μοναχικός, επειδή γνωρίζω πράγματα, που πρέπει να τα θίξω, και που οι άλλοι δεν τα γνωρίζουν, και συχνά δεν θέλουν μάλιστα να τα γνωρίσουν» (σελίδα 47).




1. Η αποκαλούμενη αρχέτυπη πείρα του Γιούνγκ: Η μύησή του στο βασίλειο του σκότους
Το πρώτο όνειρο που θυμόταν ο Γιούνγκ, ακόμα και στα γηρατειά του, έλεγε «θα με απασχολούσε, κατά κάποιον τρόπο, σε ολόκληρη τη ζωή μου». Το ονειρεύτηκε όταν ήταν ηλικίας 3-4 χρόνων. Στο όνειρο αυτό, στεκόταν όρθιος μέσα σε ένα λιβάδι, όπου ανακάλυψε μια σκοτεινή, τετράγωνη, χτισμένη τρύπα. Μια πέτρινη σκάλα οδηγούσε στο βάθος της γης. Γεμάτος από φόβο και δισταγμό, κατέβηκε μέσα στη γη. Εκεί κάτω βρισκόταν το άνοιγμα μιας πόρτας με ένα στρογγυλό τόξο, που το σκέπαζε μια κουρτίνα. Ο Γιούνγκ τράβηξε την κουρτίνα και αντίκρισε ένα κόκκινο χαλί, πάνω στο οποίο βρισκόταν ένας θαυμάσιος χρυσαφένιος θρόνος. Πάνω στον θρόνο «καθόταν» μια πελώρια παράσταση, που έφτανε μέχρι το ταβάνι. Η παράσταση αυτή ήταν από ζωντανό κρέας, τυλιγμένο ολόγυρα με δέρμα. Στο επάνω μέρος κατέληγε σε ένα είδος κεφαλής, χωρίς πρόσωπο και μαλλιά. Μόνον στα πλάγια υπήρχε ένα και μοναδικό μάτι, που ακίνητο κοιτούσε προς τα πάνω. Επάνω σ’ αυτό το κεφάλι κυριαρχούσε κάποια φωτεινότητα. Ο ίδιος ο Γιούνγκ γράφει γι’ αυτό τα εξής:
«Από φόβο, είχα σχεδόν παραλύσει. Σ’ αυτή την αβάσταχτη στιγμή, άκουσα ξαφνικά τη φωνή της μητέρας μου, σαν να ερχόταν απέξω κι από πάνω, που έκραζε: "Ναι, κοίταξε τον μονάχα. Αυτός είναι ο ανθρωποφάγος...". Αυτό το όνειρο με απασχόλησε για χρόνια. Μόλις πολύ αργότερα κατάλαβα ότι, η περίεργη αυτή παράσταση ήταν ένας φαλλός...» (3) (σελίδες 18-19).
«Μέσω αυτού του ονείρου της παιδικής ηλικίας αφιερώθηκα στα μυστήρια της Γης. Τότε, έλαβε χώρα ένας, ας πούμε, ενταφιασμός στη γη, και πέρασαν χρόνια, μέχρις ότου πάλι ξαναβγώ. Σήμερα, γνωρίζω ότι αυτό έγινε για να φέρει το μεγαλύτερο δυνατό φως μέσα στο σκοτάδι (!). Ήταν ένα είδος μύησης (καθιέρωσης, επίσημης αποδοχής) μέσα στο βασίλειο του σκότους. Τότε, η πνευματική μου ζωή έκανε ένα άγνωστο ξεκίνημα» (σελίδα 21).
Αυτό το αποκρυφιστικό όνειρο της παιδικής του ηλικίας είχε σοβαρές συνέπειες, που ο ίδιος ο Γιούνγκ τις περιγράφει με τον ακόλουθο τρόπο:
«... σαν ένα μάτι, κι επάνω απ’ αυτό, όπως φαινόταν, μια πηγή φωτός, οδηγεί στην ετυμολογία της λέξης φαλλός (από το φαλός = λευκός, λάμπων, φωτεινός). Ο φαλλός εκείνου του ονείρου φαίνεται, εν πάση περιπτώσει, να είναι ένας υποχθόνιος θεός, και όχι ένας θεός που πρέπει να αναφερθεί. Ως τέτοιος μού έμεινε σε ολόκληρη τη νιότη μου, και κάθε φορά έκανε την παρουσία του, όταν -με έμφαση- γινόταν λόγος για τον Κύριο Ιησού Χριστό (κι απευθυνόταν στο συναίσθημα). Ο "her Jesus" (4)("Κύριος Ιησούς"), ουδέποτε είχε γίνει για μένα δεκτός εντελώς γνήσια, ουδέποτε εντελώς αποδεκτά, ουδέποτε εντελώς αξιαγάπητα, επειδή, κάθε τόσο σκεφτόμουν τον υποχθόνιο αντίδικο του, ως μια αποκάλυψη που δεν είχε επιζητηθεί από μένα... Στα κατοπινά χρόνια, μέχρι την επίσημη απόλυση μου από το Κατηχητικό Σχολείο, από μέρους μου έκανα μεγάλες προσπάθειες, στο να εκβιάσω μια θετική σχέση με τον Χριστό. Αλλά, το πράγμα δεν ήθελε να επιτευχθεί, να ξεπεράσω τη μυστική εσωτερική δυσπιστία» (σελίδες 19-20)...
«Θυμάμαι, την εποχή, που δεν ήμουν σε ηλικία να διαβάζω, και που γι’ αυτό βασάνιζα τη μητέρα μου να μου διαβάζει, και μάλιστα από ένα παιδικό βιβλίο με τίτλο "Orbis pictus", στο οποίο υπήρχαν περιγραφές εξωτικών θρησκειών, και ιδιαίτερα της Ινδίας. Υπήρχαν απεικονίσεις από τον Βράχμα, τον Βισνού και τον Σίβα, οι οποίες με γέμιζαν με ένα ακόρεστο ενδιαφέρον. Η μητέρα μου μου διηγείτο αργότερα ότι κάθε τόσο ξαναγύριζα σ’ αυτές τις μορφές. Είχα μέσα σ’ αυτές το σκοτεινό συναίσθημα μιας συγγένειας με τη δική μου "αρχέτυπη αποκάλυψη", για την οποία δεν είχα μιλήσει σε κανέναν. Αυτό, ήταν για μένα ένα μυστικό, που δεν έπρεπε να το φανερώσω» (σελίδα 24).

2. Το ξύλινο γλυπτό μαύρο ανθρωπάκι με την πέτρα
Στο σπίτι του, ο Γιούνγκ ζούσε μέσα στον δικό του κόσμο. Με τα παιδιά τού χωριού, όμως, ήταν εντελώς άλλος άνθρωπος. Υπέφερε κάτω απ’ αυτή τη διάσπαση του τρόπου συμπεριφοράς του. Όταν ήταν 10 χρόνων έφτιαξε από τον χάρακα του ένα από ξύλο γλυπτό ανθρωπάκι, το έβαψε μαύρο, με μαύρη μελάνη, το σκέπασε με ένα παλτουδάκι από μαλλί και το έβαλε μέσα στην κασετίνα του. Έπειτα, όλα αυτά μαζί, τα έκρυψε στο πατάρι της στέγης τού σπιτιού του, όπου κανένας δεν μπορούσε να τα ανακαλύψει. Σε όλες τις δύσκολες καταστάσεις η σκέψη του ανέτρεχε στο μυστικό του, στο μαύρο ανθρωπάκι. Από καιρού εις καιρόν σκαρφάλωνε στο πατάρι, άνοιγε το δεματάκι, κοίταζε μέσα σ’ αυτό, και τοποθετούσε εκεί και έναν μικρό ρολό από χαρτί, πάνω στον οποίο είχε γράψει κάτι ακόμα. Αυτή η διαδικασία είχε πάντοτε τον χαρακτήρα μιας γιορταστικής πράξης. Η ιεροτελεστία ήταν μια προσπάθεια να συμφιλιώσει τις (εσωτερικές) του αντιθέσεις.
Γράφει ο ίδιος για όλα αυτά:
«... Όλο αυτό είναι βασικά ένα Καμπίρ (μία από τις μεγάλες θεότητες), ντυμένο με το παλτουδάκι, κρυμμένο μέσα στο "κουτάκι", φροντισμένο με προμήθεια δύναμης ζωής, μέσω της μακρουλής, μαυριδερής πέτρας» (σελίδα 30).
«Το επεισόδιο με το γλυπτό ανθρωπάκι αποτέλεσε την κορωνίδα και το τέλος της παιδικής μου ηλικίας. Διήρκεσε περίπου έναν χρόνο» (σελίδα 29).

3. Η αποκαλούμενη από τον Γιούνγκ εμπειρία με τον Θεό, ως αποτέλεσμα της βλασφημίας τού Θεού από τον ίδιο τον Γιούνγκ
«Ενώ μου γινόταν πάντοτε αδύνατον στο να αποκτήσω μια θετική σχέση με τον «μικρό Ιησού» ("hern Jesus"), θυμάμαι, ότι από τον ενδέκατο χρόνο της ηλικίας μου, περίπου, άρχισε να με ενδιαφέρει η ιδέα τού Θεού...» (σελίδα 33).
Όταν αργότερα ο Γιούνγκ έγινε ηλικίας 12 χρόνων, είχε ένα αποφασιστικό βίωμα! Μια ηλιόλουστη μέρα στη Βασιλεία της Ελβετίας σκέφθηκε:
«Ο κόσμος είναι όμορφος, και η Εκκλησία (ο μητροπολιτικός ναός) είναι όμορφος, και ο Θεός δημιούργησε τα πάντα και κάθεται εκεί επάνω, αρκετά ψηλά, πάνω από τον γαλάζιο ουρανό, πάνω σε έναν χρυσαφένιο θρόνο και... Εδώ ήρθε σε μένα μία τρύπα και ένα ασφυκτικό συναίσθημα. Ήμουν σαν παραλυμένος και γνώριζα καλά: Τώρα, να μη συνεχίσω να σκέφτομαι πιο πέρα! Έρχεται κάτι καρποφόρο, που δεν θέλω να το σκέφτομαι. Γιατί, όχι; Επειδή, εσύ θα διέπραττες τη μεγαλύτερη αμαρτία. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι εκείνη ενάντια στο Άγιο Πνεύμα, η οποία δεν συγχωρείται. Αυτό θα ήταν για τους γονείς μου πάρα πολύ λυπηρό...
Κατά την τρίτη νύχτα, ο βασανισμός ήταν τόσο μεγάλος, που δεν ήξερα πλέον, τι να πράξω... πρέπει να σκεφτώ... Γιατί πρέπει να σκεφτώ, εκείνο που δεν γνωρίζω; Δεν θέλω να είμαι κοντά στον Θεό, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά, ποιος θέλει; Ποιος θέλει να με αναγκάσει, να σκεφτώ κάτι, που δεν γνωρίζω και που δεν θέλω; Από πού προέρχεται από το τρομερό θέλημα; Και γιατί να είμαι εγώ ακριβώς αυτός, ο οποίος να είμαι σ’ αυτό υποταγμένος;... Αυτό δεν το έκανα εγώ και δεν το θέλησα εγώ. Ήρθε επάνω μου σαν ένα κακό όνειρο. Από πού προέρχονται τέτοια πράγματα; Μου συνέβηκε, χωρίς τη δική μου σύμπραξη. Για ποιον λόγο; Δεν έφτιαξα εγώ μόνος μου τον εαυτό μου...;» (σελίδες 42επ).
Και μετά, ο Γιούνγκ συνεχίζει να φιλοσοφεί και να αναπτύσσει τη φαντασία του. Ρωτάει τον εαυτό του, πώς ήταν δυνατόν, ώστε ο Αδάμ και η Εύα, οι οποίοι είχαν δημιουργηθεί τέλειοι, παρόλα αυτά, να αμαρτήσουν; Λέει:
«Και έτσι ήρθε η αποφασιστική σκέψη: Ο Αδάμ και η Εύα είναι οι πρώτοι άνθρωποι... Δεν είχαν καμιά επιλογή, αλλ’ ότι έπρεπε να είναι τέτοιοι, όπως τους είχε δημιουργήσει ο Θεός. Ήσαν τέλεια δημιουργήματα του Θεού· και όμως, διέπραξαν την πρώτη αμαρτία, κάτι που ο Θεός δεν ήθελε. Πώς, όμως, ήταν αυτό δυνατόν; Δεν χρειαζόταν καθόλου να το πράξουν, ο Θεός είχε βάλει μέσα τους αυτή τη δυνατότητα. Αυτό συμπεραίνεται κι από το φίδι, που ο Θεός είχε δημιουργήσει, πριν απ’ αυτούς, με σκοπό, προφανώς, να παρασύρει με τα λόγια του τον Αδάμ και την Εύα. Ο Θεός, μέσα στην πανσοφία του, τα ρύθμισε έτσι, ώστε να διαπράξουν οι πρωτόπλαστοι την αμαρτία. Ήταν, επομένως, ο σκοπός του Θεού το να πρέπει να αμαρτήσουν.
Αυτή η σκέψη με ελευθέρωσε, επί τόπου, από τον τρομερότερο εσωτερικό μου βασανισμό, επειδή τώρα γνώριζα ότι, ο Ίδιος ο Θεός με είχε φέρει σ’ αυτή την κατάσταση... Γι’ αυτό, ήμουν σίγουρος ότι, Αυτός ο Ίδιος ήταν ο αυτουργός αυτής της απελπιστικής δυσκολίας. Κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν σκέφθηκα ούτε για μια στιγμή ότι μπορούσε να παίξει το ίδιο παιχνίδι με τον διάβολο... Έτσι, ήταν για μένα πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο Θεός ήταν που με έβαζε σε μια αποφασιστική δοκιμασία, και ότι όλα εξαρτιόνταν, από το να Τον καταλάβω σωστά. Γνώριζα, βέβαια, ότι, το να ενδώσω, τελικά θα μου επιβαλλόταν, δεν έπρεπε όμως να γίνει, χωρίς να το έχω καταλάβει, επειδή επρόκειτο για την αιώνια σωτηρία μου: Ο Θεός γνωρίζει ότι, δεν μπορώ για πολύ να αντιστέκομαι, και δεν με βοηθάει, παρόλο που πρόκειται να αναγκαστώ να διαπράξω την αμαρτία, που είναι ασυγχώρητη. Σύμφωνα με τη δική Του Παντοδυναμία, θα μπορούσε εύκολα να αφαιρέσει από μένα αυτόν τον εξαναγκασμό. Αλλά, δεν το κάνει... θα μπορούσε, όμως, να δει κατά πόσον εγώ είμαι σε θέση, να υπακούσω στο θέλημα Του, παρόλο που η πεποίθηση μου και η αντίληψη που έχω για την κόλαση και την κατάκριση με τρομάζουν; Αυτό θα μπορούσε να είναι αληθινό!... Έφτανα ξανά στο ίδιο συμπέρασμα. «Ο Θεός, σκέφθηκα, θέλει προφανώς το θάρρος μου. Αν έτσι έχει το πράγμα, και εγώ το πράττω, τότε θα μου δώσει τη χάρη Του και τον φωτισμό Του! Συγκέντρωσα, λοιπόν, όλο μου το θάρρος...» (σελίδα 45).
Και, στη συνέχεια ο Γιούνγκ ενδίδει, εν γνώσει του, στον δαιμονικό εξαναγκασμό βλάσφημων σκέψεων, στον οποίο ακολουθεί ένα κατά δαιμονικό τρόπο πλαστό «βίωμα Χάριτος». Γράφει σχετικά:
«Ένιωσα μια πελώρια ανακούφιση και μια απερίγραπτη λύτρωση. Στη θέση της αναμενόμενης κατάκρισης ήρθε επάνω μου χάρη, και μαζί της, μια ανέκφραστη μακαριότητα, που δεν είχα ποτέ άλλοτε γνωρίσει. Έκλαιγα από ευτυχία και ευγνωμοσύνη, που, η σοφία και η καλοσύνη τού Θεού μού είχαν αποκαλυφθεί, ύστερα από το γεγονός ότι, στη μη-εξιλεώσιμη αυστηρότητα Του, είχα λυγίσει. Αυτό μου έδωσε το συναίσθημα ότι είχα βιώσει ένα φωτισμό... Έμαθα, εκείνο που ο πατέρας μου δεν είχε αντιληφθεί -το θέλημα του Θεού... Γι’ αυτό, ουδέποτε εκείνος είχε πειραματιστεί το θαύμα της χάρης, η οποία θεραπεύει τα πάντα και φέρνει κατανόηση σε όλα. Είχε πάρει τις εντολές της Βίβλου ως κατευθυντήρια γραμμή, πίστευε στον Θεό, όπως ακριβώς λέει η Βίβλος... αλλά, ποτέ δεν είχε γνωρίσει τον ζωντανό Θεό, ο Οποίος βρίσκεται παντοδύναμος, υπεράνω της Βίβλου και της Εκκλησίας, ο Οποίος καλεί τον άνθρωπο στη δι­κή του ελευθερία, και τον οποίο μπορεί να εξαναγκάσει να παραιτηθεί από τις δικές του αντιλήψεις και πεποιθήσεις, προκειμένου να εκπληρώσει οπωσδήποτε τη δική Του απαίτηση. Ο Θεός, στη δοκιμασία τού ανθρώπινου θάρρους, δεν τον αφήνει να επηρεάζεται από παραδόσεις, έστω κι αν ήσαν τόσο άγιες... Ο Θεός είχε επίσης δημιουργήσει τον Αδάμ και την Εύα κατά τέτοιον τρόπο, που έπρεπε να σκέφτονται. Το έκανε αυτό, για να μάθουν να είναι υπάκουοι. Έτσι, μπορεί ο Θεός να ζητήσει και από μένα κάτι, που, από θρησκευτική παράδοση, επιθυμώ να αρνηθώ. Αλλά, υπήρξε η υπακοή, την οποία μου έφερε η χάρη, και από το βίωμα εκείνο και έκτοτε, γνώριζα τι είναι θεία Χάρη... Ήταν ένα τρομερό μυστικό, που είχα πειραματιστεί» (σελίδες 44-46).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...